πρόνοος

πρόνοος
πρόνοος
careful
masc/fem nom sg
πρόνους
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πρόνοος — careful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόνοος — ο / πρόνοος, ον, ΝΑ, και πρόνους, ουν, Α αυτός που φροντίζει εκ τών προτέρων για κάτι, που προνοεί (α. «η πρόνοος φύσις», Κάλβ. β) «εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον και βούλαρχον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νοος/ νους (< νοῦς/νόος), πρβλ. ἔν… …   Dictionary of Greek

  • πρόνοον — πρόνοος careful masc/fem acc sg πρόνοος careful neut nom/voc/acc sg πρόνους masc/fem acc sg πρόνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προνόου — Πρόνοος careful masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνόου — πρόνοος careful masc/fem/neut gen sg πρόνους masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρόνοοι — Πρόνοος careful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόνοοι — πρόνοος careful masc/fem nom/voc pl πρόνους masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρόνοον — Πρόνοος careful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pronovs — PRONŎVS, i, Gr. Πρόνοος, ου, des Phegeus Sohn, und Agenors Bruder. Apollod. l. III. c. 7. §. 6. Sieh Agenor …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”